τρανεύω

τρανεύω
τράνεψα αμτβ., γίνομαι τρανός, μεγαλώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρανεύω — Ν [τρανός] 1. (αμτβ.) α) γίνομαι τρανός, μεγαλώνω ως προς την ηλικία ή το μέγεθος β) αποκτώ μεγαλύτερη οικονομική ή κοινωνική ισχύ γ) αποκτώ μεγαλύτερο βαθμό 2. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα 3. (σχετικά με φωνή) (μτβ.) υψώνω τον τόνο …   Dictionary of Greek

  • τράνεμα — το, Ν [τρανεύω] το να γίνεται κανείς τρανός, μεγάλος, μεγάλωμα …   Dictionary of Greek

  • τρανώνω — τρανῶ, όω, ΝΑ [τρανής/ τρανός] νεοελλ. τρανεύω αρχ. καθιστώ κάτι σαφές, κάνω κάτι ευδιάκριτο, διασαφηνίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”